- φλύεται
- φλύωboil overpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… … Dictionary of Greek